Το σύνδρομο του απατεώνα (Impostor Syndrome): Μια αμφίβολη ιστορία αμφιβολιών

Κάπου στις αρχές των ‘70s, η καθηγήτρια του Oberlin College Pauline Clance άρχισε να παρατηρεί ένα σύνολο οικείων συμπεριφορών και συναισθημάτων στις φοιτήτριές της. Οι νεαρές γυναίκες αισθάνονταν ότι έχουν αποτύχει, ακόμα κι αν τα πήγαιναν καλά στις εξετάσεις, ότι είχαν με κάποιον τρόπο ξεγελάσει το πανεπιστήμιο ότι ήταν έξυπνες, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν, ότι είχε γίνει κάποιο λάθος και είχαν καταφέρει να μπουν στην σχολή. Κρατώντας σημειώσεις, και συνειδητοποιώντας ότι αυτά ήταν ιδέες που είχε και η ίδια για τον εαυτό της ανά στιγμές, η Clance ξεκίνησε να συζητά διεξοδικά το θέμα με την συνάδελφό της Suzanne Imes.

Το μοίρασμα των κοινών τους εμπειριών και η συζήτηση με τις φοιτήτριες, που αισθάνονταν σαν “απατεώνες” ανάμεσα στους επιτυχημένους και άξιους συμφοιτητές τους, οδήγησε σε αυτό που ονομάστηκε “Impostor syndrome” και στο άρθρο τους “The Impostor Phenomenon in High Achieving Women: Dynamics and Therapeutic Intervention”, που αν και απορρίφθηκε αρχικά, δημοσιεύθηκε το 1978 στο περιοδικό “Psychotherapy: Theory, Research, and Practice”. Στην έρευνά τους, οι γυναίκες ανέφεραν “μια εσωτερική εμπειρία διανοητικής υποκρισίας” και έναν συνεχή φόβο ότι “ένα σημαντικό πρόσωπο θα ανακαλύψει ότι είναι πράγματι διανοητικοί απατεώνες”.

Καθώς η δουλειά τους αποκτούσε σταδιακά προσοχή και απήχηση, το 1985 η Clance δημοσίευσε το βιβλίο “The Impostor Phenomenon” και μια κλίμακα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν οι επαγγελματίες στις δικές τους έρευνες. Αλλά η πραγματική επιτυχία για την δουλειά τους έμελλε να έρθει 50 χρόνια μετά, προκαλώντας μια  πολιτιστική φρενίτιδα που ούτε οι ίδιες μπορούσαν να φανταστούν.

Από τις δημοσιεύσεις των millennial και Gen X γυναικών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μέχρι την μικροβιομηχανία βιβλίων αυτοβοήθειας που ενέπνευσε το θέμα, με τίτλους όπως “The Middle Finger Project: Trash Your Imposter Syndrome and Live the Unf*ckwithable Life You Deserve“ και “Yes! You Are Good Enough: End Imposter Syndrome, Overthinking and Perfectionism and Do What YOU Want”, το φαινόμενο του απατεώνα βρήκε τρομερή απήχηση σε μια σημαντική μερίδα γυναικών του σήμερα, που αναγνώρισαν μέσα σε αυτό κομμάτια του εαυτού τους.

Αρχική θεωρία και αιτιώδεις σχέσεις

Η εργασία των Clance και Imes απέδιδε την δημιουργία αυτών των συναισθημάτων στις νεαρές γυναίκες σε δύο ξεχωριστά οικογενειακά μοτίβα.

Στο πρώτο, οι γυναίκες διαθέτουν στην οικογένειά τους κάποιον αδερφό ή αδερφή που έχει αναγνωριστεί ως το έξυπνο ή ικανό παιδί κι έτσι αναζητούν την επιβεβαίωση που δεν έλαβαν από την οικογένεια εκτός σπιτιού, καταλήγοντας τελικά να αμφιβάλλουν για οποιαδήποτε επιβεβαίωση λαμβάνουν στην διάρκεια της ζωής τους.

Στο δεύτερο, οι ίδιες οι γυναίκες αναγνωρίζονται από την οικογένειά τους ως ανώτερες με διάφορους τρόπους-ως προσωπικότητες, στην εξυπνάδα, στο ταλέντο, στην εμφάνιση. Έτσι δημιουργείται μια αποσύνδεση μεταξύ των μη ρεαλιστικών πεποιθήσεων της οικογένειας και της εμπειρίας της αποτυχίας ή της απόρριψης που προκύπτει αναπόφευκτα στην διάρκεια της ζωής.

Και στις δύο περιπτώσεις, η κρίση και η δυσκολία προκύπτει όταν τα μηνύματα που λαμβάνουν οι γυναίκες από την οικογένεια και αυτά που λαμβάνουν από το εξωτερικό περιβάλλον δεν συνάδουν, δημιουργώντας την πεποίθηση ότι μία από τις δύο πλευρές κάνει λάθος. Έχουν δίκιο οι γονείς μου (ότι είμαι ανεπαρκής) ή ο κόσμος (ότι είμαι ικανή); Ή το ανάποδο;

Κατ’ επέκταση, η “απατεώνισσα” κάνει τα πάντα για να μην ανακαλυφθούν οι ελλείψεις που γνωρίζει ότι έχει και τα συναισθήματα που βιώνει οδηγούν σε έναν κύκλο αυτοεκπληρούμενης αποτυχίας: πολλή δουλειά, ώστε να μην αποτύχει, μικρή ικανοποίηση όταν αποφευχθεί η αποτυχία και γρήγορη επιστροφή στην ιδέα ότι η επόμενη αποτυχία είναι στα σκαριά.

Πολλές γυναίκες καταφεύγουν ακόμα και στην μαγική σκέψη, θεωρώντας ότι το να πιστεύουν στην επιτυχία θα τις καταδικάσει στην αποτυχία, οπότε η αποτυχία είναι η καλύτερη προσδοκία. Ούτε οι επαναλαμβανόμενες επιτυχίες ούτε οι φρενήρεις προσπάθειες και οι εξαντλητικοί υπολογισμοί για την αποφυγή της “ανακάλυψης” σπάνε τον κύκλο. Απλά ενισχύουν την ιδέα της ανεπαρκούς, ανέντιμης εκδοχής του εαυτού.

Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι η σαφής σύνδεση του συνδρόμου με το οικογενειακό υπόβαθρο και το στυλ της γονικής μέριμνας δεν έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στην θεραπεία που εφαρμόστηκε από τις δύο ψυχολόγους, η οποία, σύμφωνα με την Clance,  βασίστηκε περισσότερο στην ομαδική θεραπεία γυναικών, στο μοίρασμα των κοινών εμπειριών, και στην υιοθέτηση ορισμένων νέων συμπεριφορών ή συνηθειών.

Ευρύτερη κριτική και νέες προεκτάσεις

Πολύ συχνά, το σύνδρομο αποδόθηκε λανθασμένα σε γυναίκες και καταστάσεις οι οποίες δεν αφορούσαν αμιγώς μια προσωπική κρίση αυτο-αμφισβήτησης ενώ μια βασική παράλειψη του συνδρόμου και των αιτιολογικών θεωριών αφορούσε τους εξωτερικούς παράγοντες και τα συστήματα μέσα στα οποία οι γυναίκες βίωναν τις συγκεκριμένες εμπειρίες. Ένα καίριο σημείο κριτικής, ακριβώς επειδή ξεκίνησε ως θεωρία από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αφορούσε την μαύρη εμπειρία και την υποεκπροσώπησή της. Πώς να αναγνωρίσεις τον εαυτό σου στην ιδέα της δεδομένης ικανότητας ή ευφυϊας όταν η δική σου υποτιμάται ή αγνοείται σταθερά; Πώς να μιλήσεις αυστηρά για την οικογένεια και τους τρόπους επικοινωνίας της, αγνοώντας παράγοντες όπως το φύλο, η φυλή, η κοινωνική τάξη, οι οικονομικοί παράγοντες, τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα;

Ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας του συνδρόμου και της σκυτάλης που πήραν οι Tulshyan και Burey συνδέεται με την ευρύτερη κριτική στο δεύτερο κύμα φεμινισμού από το τρίτο. Συγκεκριμένα, με την υπογράμμιση από τις έγχρωμες γυναίκες των εξωτερικών παραγόντων που δεν λήφθηκαν υπόψη ποτέ από τον “λευκό” φεμινισμό σε σχέση με το εσωτερικό βίωμα, παραγόντων όπως ο δομικός ρατσισμός, η κοινωνική ή οικονομική ανισότητα, οι ευρύτερες εξωτερικές πτυχές που μπορούν να αναπαράξουν τα συναισθήματα του “απατεώνα”, να επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και τον κόσμο.

Σε αυτό το πλαίσιο, και μετά από ένα κύμα επικρίσεων κι εξελίξεων, το 2020 ένα ακόμα ζευγάρι γυναικών δημοσίευσε ένα νέο άρθρο, αυτή την φορά στην αντίθετη πλευρά. Στο “Stop Telling Women They Have Imposter Syndrome”, δημοσιευμένο στο Harvard Business Review τον Φεβρουάριο του 2021, οι Ruchika Tulshyan και Jodi-Ann Burey υποστηρίζουν ότι η ταμπέλα του συνδρόμου δεν αναγνωρίζει τα πραγματικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες του σήμερα, ιδιαίτερα οι έγχρωμες. Σαν το σύνδρομο να κατευθύνει την οπτική μας στο να διορθώσουμε τα άτομα αντί να διορθώσουμε τα πλαίσια μέσα στα οποία συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν. Με άλλα λόγια, οι δύο συγγραφείς υποστήριξαν ότι το σύνδρομο ουσιαστικά αναπαράγει την συστημική -και όχι μόνο- ανισότητα ως ατομική ψυχοπαθολογία. Ενώ προέκυψε για να απελευθερώσει τις γυναίκες από την ντροπή και την ανησυχία, για να τις βοηθήσει να αντιμετωπίσουν την απάτη της αναποτελεσματικότητάς τους, τελικά αποτελεί έναν ακόμα τρόπο για να τις αποδυναμώσει.

Το άρθρο τους γνώρισε τρομερή επιτυχία και έγινε ένα από τα περισσότερο διαμοιρασμένα άρθρα στην ιστορία του περιοδικού, στρώνοντας τον δρόμο για μια ουσιαστική αναρώτηση κι ένα σύνολο κριτικής και αμφιβολιών.

Αν όλοι έχουν το σύνδρομο, τελικά υπάρχει; Μήπως έχει γίνει απλά όρος-ομπρέλα για διάφορα άλλα προβλήματα και καταστάσεις που επηρεάζουν τις ζωές των ατόμων, από την πατριαρχία και τα έμφυλα στερεότυπα μέχρι τον long covid; Έπειτα, πέρα από την έμφυλη διάσταση, υπάρχει και η κοινωνικοπολιτική, με βασικές στην προκειμένη τις απαιτήσεις του καπιταλισμού. Πώς σχετίζεται η αναποτελεσματικότητα, το αίσθημα κατωτερότητας και η αυτοϋποτίμηση με τις απαιτήσεις των δυτικών κοινωνικών συστημάτων; Αν αισθάνεται κανείς συνέχεια απατεώνας, ανίκανος και ανεπαρκής δεν δουλεύει περισσότερο, δεν προσπαθεί συνεχώς περισσότερο για να τα καταφέρει, για να ξεπεράσει τον εαυτό του και τους άλλους;

Το σύνδρομο σήμερα

Υπάρχει τρόπος να σωθεί η ιδέα του συνδρόμου; Μήπως έχει έρθει η ώρα, αντί για την συχνά λανθασμένη παθολογικοποίηση των ατόμων, να αρχίσουμε να κοιτάμε απευθείας τα συστήματα προκατάληψης και κοινωνικής αδικίας μέσα στα οποία οι άνθρωποι επικοινωνούν και αλληλοεπηρεάζονται;

Το “σύνδρομο” είναι ένας ιατρικός όρος που αναφέρεται σε “ένα αναγνωρίσιμο σύνολο συμπτωμάτων, ενδεικτικών μιας παθολογικής κατάστασης, για την οποία δεν είναι απαραίτητο να προσδιοριστούν τα αίτια”. Ως τέτοιος, αφήνει εκτός τις ιδιαιτερότητες μιας ορισμένης εμπειρίας, στην προκειμένη του φόβου της αποκάλυψης ότι κάποιος είναι ανεπαρκής. Περισσότερο από το να οριστεί πιο συνολικά η ανασφάλεια ή η αυτοαμφισβήτηση των ατόμων, ίσως είναι ουσιαστικότερο να διερευνηθεί πιο προσεκτικά τι καθορίζει τελικά αυτή την έντονη παρουσία του “συνδρόμου” σήμερα. Πώς συνδέεται με τον τρόπο, τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι σχετίζονται, βλέπουν και βιώνουν τον εαυτό και τις εκδοχές του -την πολλαπλότητα, τις αντιθέσεις, την έλλειψη συνοχής που μπορεί να τους χαρακτηρίζει- και τις ευρύτερες κοινωνικές απαιτήσεις γύρω από αυτό, που αφορούν έναν εαυτό σταθερό, συνεχή, συνεκτικό, με συγκεκριμένες ενδείξεις επιτυχίας και αποτυχίας, επάρκειας και ανεπάρκειας, ικανότητας ή ανικανότητας.

Ποια η απόσταση τελικά μεταξύ του πώς βιώνει κάποιος τον εαυτό του, πώς τον παρουσιάζει στον κόσμο και πώς ο κόσμος αντανακλά αυτήν την παρουσίαση; Υπάρχει χώρος για αντιθέσεις και αποκλίσεις στον χώρο μεταξύ; Πώς εμπλέκονται οι έμφυλες και πολιτισμικές διαστάσεις σε αυτό το βίωμα του “απατεώνα”; Μήπως, αντί για κάποια παθολογία, οι συγκεκριμένες ιδέες απηχούν μια γενικότερη κατάσταση της ανθρώπινης φύσης (αυτή της αναρώτησης γύρω από τον εαυτό, τις σημασίες και τις εκδοχές του), η οποία, τοποθετημένη στα σημερινά κοινωνικοπολιτικά, πολιτισμικά, ανθρώπινα πλαίσια, και όχι σε έναν χώρο ατομικότητας, λαμβάνει καινούριες διαστάσεις και προεκτάσεις; Μήπως χρειάζεται να κοιτάξουμε τα χαρακτηριστικά και τους παράγοντες αυτών των πλαισίων, που κάνουν τους ανθρώπους σήμερα να αμφισβητούν τόσο έντονα τις ικανότητές τους;

 

 

Ανδρομάχη Σδούκου
Ψυχολόγος-Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια

 

Εικόνα: Franziska Barczyk